- αἰνάς
- αἰνά̱ς , αἰνόςdreadfem acc pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αινάς — ο το επάνω μέρος τής πρύμης, καθρέφτης, άβακας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκοπερσ. ayna] … Dictionary of Greek
αἰνᾶς — αἰνός dread fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβακας — I Αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό των αρχαίων ρυθμών: η πέτρινη ή μαρμάρινη, τετράγωνη, πολυγωνική ή κυκλική πλάκα, που είναι τοποθετημένη επάνω από το κιονόκρανο. Μικρού πάχους κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αποκτά μεγαλύτερο ύψος στη … Dictionary of Greek
ασπιδίσκη — η (Α ἀσπιδίσκη) [ασπίς] νεοελλ. τμήμα του άβακα της πρύμνης όπου αναγράφεται η ονομασία του πλοίου και κάτω από αυτήν τα στοιχεία της νηολόγησης του. Στη γλώσσα των ναυτικών λέγεται και καθρέφτης ή αινάς αρχ. 1. μικρή ασπίδα 2. δίσκος 3. όνομα… … Dictionary of Greek